- συνυπάγω
- ΜΑυποτάσσω, καθιστώ κάποιον υποχείριο μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλομσν.παθ. συνυπάγομαιμετατρέπομαι σε κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («ἔκτοτε ᾖ τὸ μοναστήριον τῷ πτωχοτροφείῳ... συνυπαγόμενον», Μιχ. Ατταλ.)αρχ.αποσύρω ή απομακρύνω κάτι μαζί με κάτι άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὑπάγω «οδηγώ κάτω, υποτάσσω»].
Dictionary of Greek. 2013.